Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

ΟΙ ΑΞΙΑΓΑΠΗΤΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΗΛΙΚΙΩΝ (όταν έχουμε ακόμα ελπίδα να γίνουμε ελπίδες σ’ έναν οποιοδήποτε τομέα)

 Όλοι μας τόσο αισιόδοξοι, που αρχίζει πια να μας χαλάει το κέφι –

η μέρα είναι πολύ ζεστή, πολύχρωμη, εύοσμη, θα την αποκαλούσα επιπλέον χνουδάτη, αλλά την παραφορτώνω με κοσμητικά· πάντως αυτή τουλάχιστον η συγκεκριμένη στιγμή μυρίζει κουνέλι βουτηγμένο σε λικέρ κίτρο –

αντιπαθώ τα λικέρ, ιδίως όταν τα καινούργια φύλλα είναι τόσο γυαλιστερά, που με κάνουν να αισθάνομαι περήφανη για την ταπεινή συγκίνηση που με κυριεύει –

 

α, ο ήλιος! χμ, ο παππούς μου πέθανε μέσα σ’ ένα χαμάμ, αυτό δεν έχει καμιά σημασία πια,

ο συνειρμός ήταν επειδή η αφόρητη ζέστη ποτέ δεν μας εμποδίζει να επιτελέσουμε ένα χρέος,

ας πούμε,  ενώ πηγαίνω τώρα στον Αλέξη με το λεωφορείο τυραννιέμαι σαν εντόσθιο στην κοιλιά ενός χοντρού κυρίου που κατρακυλά διστακτικά στην πλαγιά κάποιου αμμόλοφου,

ενός κυρίου που θα μπορούσε άνετα να έχει παντρευτεί τη γλυκιά, άχρωμη, διπλανή μου κυρία,

που θα της ταίριαζε τόσο να μείνει χήρα μ’ ένα μεγάλο γιο που θα τη στεναχωρεί·

ουφ, το τζάμι είναι βρόμικο, κάποιος έχει γράψει με το δάχτυλό του Α,

οι δενδροστοιχίες φεύγουν όλο χάρη,

ο όρθιος νέος μπροστά μου έχει ωραία δάχτυλα που τα αναδεικνύει ο σκούρος χαρτοφύλακας,

η όρθια νέα ακόμα πιο μπροστά, δεν έχει φίλο, ως εκ τούτου δεν ξυρίζει συχνά τα πόδια της,

τέλος, ο εισπράκτορας είναι ευτυχισμένος στο κάθισμά του και θα μπορούσε με την ίδια άνεση να είναι δικαστής, κράχτης σε λούνα παρκ ή ανάπηρος πολέμου·

 

επίσης, εγώ έφτασα, και θα ήταν σκόπιμο να κατέβω – α, ο ήλιος!.

Φοράω κάτι πολύχρωμο και γλιστράω στην άσφαλτο από τη μεριά που λιάζεται προς τη μεριά της σκιάς σαν διαφημιστικό φυλλάδιο κάτω από πόρτα,

το κουδούνισμα αντηχεί σε μια εξαιρετική ευθεία,

 διασχίζει το χολ, το διάδρομο, βγαίνει απ’ το παράθυρο της κουζίνας και τέμνει τα κηπευτικά,

φυσικά αυτά που έχουν το κατάλληλο ανάστημα,

γεια σου Αλέξη, είδες ήλιος;

αν με πεις αγάπη σου θα είναι υποτονικό,

καλησπέρα Νίκη, δεν το ’ξερα πως θα σε συναντήσω εδώ, είσαι ώρα;

α, θλιβερή Νίκη, με αντιμετωπίζεις με στεναχώρια και συστολή,

εγώ αδιαφορώ εγκάρδια ή τέλος πάντων καλλιεργούμε κι οι δυο παρεμφερή συναισθήματα,

το ζήτημα είναι…

αλλά οι άνθρωποι, από μια ηλικία και μετά, πρέπει να δημιουργούν κύκλους φιλικούς και ελλείψεις φιλικές, 

α, θλιβερή Νίκη, χωρίς ζάχαρη, ναι, άσε θα τον φτιάξω μόνη μου, πάντως σ’ αγαπώ,

είναι ντροπή να μην αγαπάς ασύστολα μ’ αυτό τον ήλιο…

κινδυνεύουμε να πέσουμε σε αμηχανία, τράβα λοιπόν την κουρτίνα, το φως στην περίπτωσή μας είναι σκανδαλώδες,

ακουμπώ την παλάμη μου στον μηρό του Αλέξη, διακριτική υπόδειξη αμφισβήτησης οικειότητας, μπα;

δε θα μείνουμε εδώ; θα πάμε στη Μαργαρίτα;

δεν την συμπαθώ, είναι ένας άνθρωπος που κάνει πολλές φορές την ημέρα ντους,

δεν έχει την ειλικρίνεια να χαϊδολογιέται χωρίς προφάσεις,

αγαπά παράφορα τον εαυτό της, χωρίς προθέσεις όμως, ευτυχώς για το κοινωνικό οικοδόμημα, α, μάλιστα…

 

Εντωμεταξύ, επειδή κατά βάθος δυσανασχετούμε για την έλλειψη πλοκής, κάποιος σκοτώνει κάποια και ακολούθως αυτό-ακρωτηριάζεται ακολουθώντας ένα πανάρχαιο έθιμο,

παρά το γεγονός ότι στην εποχή μας τα έθιμα περιορίζονται στην κουζίνα.

Αυτά λοιπόν τα φοβερά πράγματα λαβαίνουν χώρα παράλληλα,

όμως, κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα, διότι τα φοβερά πράγματα, χωρίς μια άλφα ιστορική προοπτική, παραμένουν απλώς καλλυντικά και εσώρουχα –

 

τρώω διάφορα συντριμμένα εδέσματα, αιφνιδιάζω το Φάνη,

δε γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στο Μιράμπιλις Ζαλάπα,

είναι αργά, οι σκιές μας αποδίδουν τέσσερις διαστάσεις,

όλοι νιώθουμε ασφυκτικά κοντά

και η μοναξιά είναι τελείως συμπαθής,

μπορούμε να καταργήσουμε τον Αλμπινόνι,

κάνουμε κύκλο στο πάτωμα,

ο Δημήτρης προσπαθεί να πει ένα παραμύθι σχετικά μ’ ένα χαμσούν και μια λυκοπαγίδα

αλλά παραιτείται από το ηθικό δίδαγμα,

τραγουδάμε,

ο Αλέξης περνά το χέρι του στους ώμους μου, όπως συνηθίζεται –

Α, την περίπτωσή μας καθιστά αξιαγάπητη και μόνο το ότι όλοι έχουμε ακόμη ελπίδα να γίνουμε ελπίδες σ’ έναν οποιοδήποτε τομέα…

[αποσπάσματα από το εισαγωγικό κείμενο στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971 μαζί με άλλα ποιήματα από το πρώτο και το δεύτερο μέρος της συλλογής -Α’ Η ΠΟΛΗ και Β ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ – όπως ανθολογήθηκαν στα ΤΙΜΑΛΦΗ μικρό ανθολόγιο της ποιήτριας, εκδόσεις Ροές 2007)

 

 


ΚΑΛΗΜΕΡΑ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971)

Άργησα

Ο ήλιος είναι από ώρα εδώ,

Ευλογώντας,

Μηχανικά,

Όλα εκείνα τα παράλογα αντικείμενα

Που απαρτίζουν την κοινωνική μου υπόσταση:

Το ξυπνητήρι, λόγου χάρη,

Τον κουμπαρά μπιμπελό

Την ευχετήρια κάρτα με τους μάγους

 

Ευλογώντας

Ο καημένος…

 

Πάντα το προσπαθεί να διασπάται έτσι

Τόσο τα διάφορα που πρέπει να του διαφύγουν…

 

Ονειρεύεται πάντως αόριστα μιαν έρημο

Από ασπαίροντα αγριοπερίστερα

Μαβιά και γκρίζα

Όπου τίποτα πολυγωνικό,

Καμιά περιπλεγμένη ψυχοσύνθεση

Απαιτώντας κουραστικά εφέ φωτοσκιάσεων.

 

Καλημέρα ήλιε μου!

Άργησα.

Ας παίξουμε τώρα

 

ΕΚΔΡΟΜΗ

Έφτασε σχεδόν μεσημέρι.

Άνοιξε τα παράθυρα διάπλατα

Ανάσανε βαθιά, όπως συνηθίζεται

 

Κοίταξε μια στιγμή με αμηχανία

Τις ανεμώνες που αεροβατούσαν.

Ύστερα το φως,

Ακατάστατα μοιρασμένο στα φυλλώματα.

 

Προχειρότητες, σκέφτηκε.

Άρμοζε κάποια πιο σοφή κλιμάκωση.

Ίσως, μάλιστα, να ’θελε διαφορετική διάταξη

Ο πευκώνας.

 

Παρέβαλε με τη χαριτωμένη καρτ-ποστάλ

Που σκόπευε να στείλει στους δικούς του.

 

Μετά, έγειρε τα παντζούρια,

Άνοιξε τον ανεμιστήρα, το τρανζίστορ,

Έπιασε το σταυρόλεξο.

 

Α, τι γαλήνη! Επιτέλους

Μπορούσε να απολαύσει εξοχή.

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971]

 

ΕΦΗΜΕΡΟ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971)

… Και οι εφημερίδες προπαγανδίζουν

Τη μητρότητα

Την άλφα οδοντόκρεμα

Και το ριλάξ της Κυριακής κοντά στη φύση.

 

Οι άνθρωποι κυκλοφορούν και βιάζονται

Κρατώντας παραμάσχαλα

Τη σαρκοφάγο των επιχειρημάτων τους

Με τις καταστάσεις, τους ισολογισμούς

Και τα εγχειρίδια.

 

Διορθώνοντας κάπου-κάπου, αμέριμνοι,

Αυτόν το διακριτικό υπαινιγμό θηλιάς.

 

Κυκλοφορούν και βιάζονται… Δεν είναι αστείο;

 

Άκου:

Ακόμα,

Στην καρδιά μου

Ένας άνεμος

 

Να εξομολογεί τα δένδρα.

 

 

 

ΣΤΙΣ ΑΚΡΕΣ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ

Στις άκρες των φύλλων

Κινδυνεύοντας κάθε στιγμή

Σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπώ

Και τα μάτια σου είναι κόκκινα

Και τα χείλη σου, α μαβιά.

 

Δεκαεφτά της άνοιξης και στο βυθό μου

Η πιο διάφανη τρέμει τρίλια του αέρα

 

Σ’ αγαπώ

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971]

 

 

 

ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971)

-1-

Α, ήσουν ένα αιχμηρό σφύριγμα τρένου

Στον ακύμαντο ύπνο. Κι ήμουν

Μια εξαίσια δολοφονία. Τις συνέπειες μου

Θα τις υφίστανται για πάντα οι εποχές σου

-2-

Σε τούτο το πλάτος,

Η μέρα μικραίνει αφύσικα.

Αμέσως, ο ύπνος κόκκινος

Απλώνει γύρω από το συσπασμένο σώμα

Παχύρευστος

Σαν να μην είναι πια να διαλυθεί

Στο μύθο του ερχόμενου

Ή έστω στη ζωή

Την οπωσδήποτε αγαπημένη

Και

Πεντάρφανη.

-3-

Είναι μια νύχτα ερειπωμένη τώρα

 

Φλέγομαι στην κόλαση που άναψες χορεύοντας

Ο πευκώνας,

που σ’ όλα τα δένδρα του κρεμάστηκα

Φεύγοντας πίσω,

κι όλες οι συλλαβές που δάγκωσα

Με το στόμα μιασμένο από την τελευταία σιωπή.

 

Το κράτος μου

Ονειρεύτηκε μια πυρκαγιά

Και χάθηκε

-4-

Ακόμα κι αν δεν είχες υπάρξει

Παρά μόνο σαν τύψη ανεξήγητη

Της μέλλουσας, ανεξήγητης ζωής

Ακόμα κι αν δεν είχες πει

Πάλι θα ’τανε νύχτα

 

 

ΦΙΛΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Συναναστρεφόμασταν

Αδιαφορώντας με πάθος

Για τις υστερίες μιας λογίας άνοιξης

Για τα πορτοκαλιά θηρία

Στο βύθος των ερώτων μας.

Πάντως

Προσέχαμε τη μουσική

Που αραβουργούσε

Ανάμεσα σε δυο σφυγμούς

κωλύματα

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971]

 

«ΥΠΟΝΟΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠ’ ΟΣΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΩ, ΓΡΑΦΩ!.. Όμως, σπρώχνω ακόμα να σωθώ καθώς ανάμεσα τοπίο και υστερόγραφο ο αληθινός καιρός φυσά και σβήνει. Κάποτε νυχτώνει στα αλήθεια. Απλώνει το μαύρο στις φλέβες. Τότε, για λίγο, από σφυγμό σε σφυγμό γράφονται και σβήνουν παλιοί στίχοι θαμποί χωρίς λόγο, χωρίς λόγια πια σα μουσική στον καθρέφτη, σαν τεθλιμμένοι συγγενείς… [Επιλογές στίχων απ’ το μικρό ανθολόγιο της Παυλίνας Παμπούδη όπου με το γενικό τίτλο ΤΙΜΑΛΦΗ συμπεριέλαβε ποιήματα από τις συλλογές: Σχεδόν χωρίς Προοπτική Δυστυχήματος, Τα Μωρά των Αγγέλων, Αυτός Εγώ, Ιστορίας μιας ώρας σε Πτυσσόμενο Χρόνο, Το Μάτι της Μύγας κ.α. Κριτήριο για τα Τιμαλφή ήταν η επιλεκτικότητα της μνήμης, κριτήριο πολύ απλό και ενστικτώδες, καθώς, όπως ξέρουμε, η μνήμη λειτουργεί όπως οι δυνάμεις της φύσης: και τυχαία και άδικα και αλάνθαστα: έτσι, αυτά που συλλαμβάνονται και διατυπώνονται κάποτε, μπορούν ν’ αποκτούν ρίζες και δική τους οντότητα, να παραμένουν ζωντανά, να εξακολουθούν να θέλουν να πουν κάτι! Να είναι, δηλαδή, πολύτιμα αποκτήματα, λάφυρα της μνήμης, ΤΙΜΑΛΦΗ (απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]

Τετάρτη, 4 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ